- κολαστειρα
- κολάστειραἥ карательница, карающая
(μάστιξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μάστιξ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολάστειραν — κολάστειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστήρ — κολαστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α) κολαστής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. βλασ τήρ, στεγασ τήρ)] … Dictionary of Greek